ὁδηγῇ

ὁδηγῇ
ὁδηγέω
lead
pres subj mp 2nd sg
ὁδηγέω
lead
pres ind mp 2nd sg
ὁδηγέω
lead
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁδηγῆι — ὁδηγῇ , ὁδηγέω lead pres subj mp 2nd sg ὁδηγῇ , ὁδηγέω lead pres ind mp 2nd sg ὁδηγῇ , ὁδηγέω lead pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • повести — ПОВЕ|СТИ (39), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1.Повести, отвести кудал.: и гл҃ааше поведи м˫а къ цр҃кви преславьною х҃вѹ мч҃нкѹ. СкБГ XII, 23б; [Слова Богородицы архангелу Михаилу] поведи мѧ да вижю всѧ мѹкы. (ὑπάγωμεν) СбТр XII/XIII, 34; ти же молишасѧ варваромъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λωβητήρ — λωβητήρ, ῆρος, ὁ, ἡ, θηλ. και λωβήτειρα (Α) 1. υβριστής 2. (για τις Ερινύες) ολέθριος, καταστροφέας («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι», Σοφ.) 3. άθλιος, μηδαμινός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «προσβολή, κακομεταχείρηση» + επίθημα τήρ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • νικητήρ — νικητήρ, δωρ. τ. νικατήρ, ῆρος, ὁ (Α) νικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νικῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. οδηγη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • οπωπητήρ — ὀπωπητήρ, ῆρος, ὁ (Α) αυτός που περιφρουρεί, ο σκοπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπωπα* + επίθημα (η)τήρ (πρβλ. οδηγη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ποινητήρ — ῆρος, ὁ, Α θηλ. τ. ποινήτειρα Μ εκδικητής, τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα τήρ (πρβλ. οδηγη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • προκαθηγητήρ — ῆρος, ὁ, Α είδος σφηνοειδούς οργάνου που χρησίμευε για την εφαρμογή τών σχοινιών σε πολεμική μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προκαθηγοῦμαι + επίθημα τήρ (πρβλ. ὁδηγη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • τιμητήρ — ῆρος, ὁ Α εκτιμητής τής φορολογήσιμης περιουσίας, τιμητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. ὁδηγη τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”